συντελῇ

συντελῇ
συντελέω
bring to an end
pres subj mp 2nd sg
συντελέω
bring to an end
pres ind mp 2nd sg
συντελέω
bring to an end
pres subj act 3rd sg
συντελέω
bring to an end
fut ind mid 2nd sg
συντελέω
bring to an end
pres subj mp 2nd sg
συντελέω
bring to an end
pres ind mp 2nd sg
συντελέω
bring to an end
pres subj act 3rd sg
συντελής
joining in the payment of taxes
masc/fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συντελῆ — συντελής joining in the payment of taxes masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελικός — ή, ό / συντελικός, ή, όν, ΝΑ [συντελῶ] νεοελλ. φρ. «συντελικοί χρόνοι» οι χρόνοι που σημαίνουν κάτι που έχει συντελεστεί, δηλαδή ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συντέλεια ή… …   Dictionary of Greek

  • συντελώ — συντελῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντελώ Α 1. συμβάλλω, συντείνω, συνεργώ στο να γίνει κάτι, υποβοηθώ (α. «η ανεργία συντελεί στην αύξηση τής εγκληματικότητας» β. «λοιπῶν δὲ περὶ τῶν εἰς τὴν γένεσιν συντελούντων μορίων εἰπεῑν», Αριστοτ.) 2. (το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”